- χείλεσιν
- χεί̱λεσιν , χεῖλοςlipneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek
CHARTOPHYLAX — in Ecclesia Constantinopolitana, custos erat annuli Patriarchalis, quem ille a Patriatcha sollenniter acceptum, in pectore gestabat; ut dictum: quemadmodum Magno Logothetae vel etiam Accubitori palae, cura annuli vel sigilli, quô literae… … Hofmann J. Lexicon universale
προσεγγίζω — ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α 1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα τού ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το… … Dictionary of Greek
ՇԱՂԱՒԱՇՈՒՐԹՆ — ( ) NBH 2 0461 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 13c ա. στρεβλός τοῖς χεῖλεσιν perversus labiis κόλαξ assentator . իբր Շեղեալ շրթամբք, կամ շաղաւ (որպէս ռմկ. շէլլաֆ ) ʼի շուրթն. յն դիւրաշրջիկ շրթամբք. եւ Փաղաքուշ, որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)